„καπέλο“: ουδέτερο καπέλο [kaˈpelo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Hut Hutαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπέλο καπέλο exemples σου βγάζω το καπέλο οικείο | umgangssprachlichοικ Hut ab σου βγάζω το καπέλο οικείο | umgangssprachlichοικ