„καουμπόι“: αρσενικό καουμπόι [kauˈboi]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Cowboy Cowboyαρσενικό | Maskulinum, männlich m καουμπόι καουμπόι