„καλαμπόκι“: ουδέτερο καλαμπόκι [kalamˈbokji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Mais Maisαρσενικό | Maskulinum, männlich m καλαμπόκι καλαμπόκι