„καλαμάκι“: ουδέτερο καλαμάκι [kalaˈmakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Trinkhalm, Strohhalm Trinkhalmαρσενικό | Maskulinum, männlich m καλαμάκι Strohhalmαρσενικό | Maskulinum, männlich m καλαμάκι καλαμάκι