καθυστερημένος
[kaθisteriˈmenos], καθυστερημένη, καθυστερημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verspätetκαθυστερημένος όχι στην ώρα μουκαθυστερημένος όχι στην ώρα μου
- unpünktlichκαθυστερημένος τρένο, άτομοκαθυστερημένος τρένο, άτομο
- rückständigκαθυστερημένος χώρακαθυστερημένος χώρα
- entwicklungsverzögertκαθυστερημένος πνευματικάκαθυστερημένος πνευματικά