„καθρεφτίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα καθρεφτίζομαι [kaθrefˈtizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) in den Spiegel schauen, sich spiegeln sich (wider)spiegeln καθρεφτίζομαι καθρεφτίζομαι in den Spiegel schauen καθρεφτίζομαι κοιτάζομαι στον καθρέφτη καθρεφτίζομαι κοιτάζομαι στον καθρέφτη