„καθαρόαιμο“: ουδέτερο καθαρόαιμο [kaθaˈroemo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Vollblut Vollblut(pferd)ουδέτερο | Neutrum, sächlich n καθαρόαιμο καθαρόαιμο