καθαρίστρια
[kaθaˈristria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Raumpflegerinθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαρίστριαPutzkraftθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαρίστριαPutzfrauθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαρίστριακαθαρίστρια
exemples
- καθαρίστρια κτιρίουGebäudereinigerinθηλυκό | Femininum, weiblich f