κάλυκας
[ˈkalikas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Blütenkelchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάλυκαςκάλυκας
- Patronenhülseθηλυκό | Femininum, weiblich fκάλυκας φυσιγγίουκάλυκας φυσιγγίου