„ισχνός“ ισχνός [isxˈnos], ισχνή, ισχνόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) hager, mager, dürr, gering, spärlich hager, mager, dürr ισχνός αδύνατος, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ισχνός αδύνατος, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ gering, spärlich ισχνός λιγοστός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ισχνός λιγοστός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ