ιδιοσυγκρασία
[iðiosiŋgraˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Konstitutionθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιοσυγκρασία οργανικήιδιοσυγκρασία οργανική
- Wesensartθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιοσυγκρασία ψυχικήιδιοσυγκρασία ψυχική