„θεραπεύσιμος“ θεραπεύσιμος [θeraˈpefsimos], θεραπεύσιμη, θεραπεύσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) heilbar heilbar θεραπεύσιμος θεραπεύσιμος