θαμνώδης
[θamˈnoðis], θαμνώδης, θαμνώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- buschigθαμνώδηςθαμνώδης
exemples
- θαμνώδης περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich fDornengestrüppουδέτερο | Neutrum, sächlich n