θήκη
[ˈθikji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kisteθηλυκό | Femininum, weiblich fθήκη κιβώτιοKastenαρσενικό | Maskulinum, männlich mθήκη κιβώτιοθήκη κιβώτιο
- Etuiουδέτερο | Neutrum, sächlich nθήκη γυαλιώνθήκη γυαλιών
- Hülleθηλυκό | Femininum, weiblich fθήκη σιντί, κασέταςθήκη σιντί, κασέτας
- Fachουδέτερο | Neutrum, sächlich nθήκη βαλίτσαςθήκη βαλίτσας
exemples
- θήκη αρχειοθέτησηςAblagekorbαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- θήκη βιολιούGeigenkastenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- θήκη εφημερίδων και περιοδικώνZeitungsständerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples