θέα
[ˈθea]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sichtθηλυκό | Femininum, weiblich fθέαAussichtθηλυκό | Femininum, weiblich f (προς auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)θέαAusblickαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέαθέα
- Anblickαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέα κοίταγμαθέα κοίταγμα
- Schauθηλυκό | Femininum, weiblich fθέα σόου μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτθέα σόου μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ