ημιπολύτιμος
[imipoˈlitimos], ημιπολύτιμη, ημιπολύτιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- ημιπολύτιμος λίθοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHalbedelsteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m