ζιβάγκο
[ziˈvaŋgo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rollkragenαρσενικό | Maskulinum, männlich mζιβάγκοζιβάγκο
- Rolliαρσενικό | Maskulinum, männlich mζιβάγκο οικείο | umgangssprachlichοικζιβάγκο οικείο | umgangssprachlichοικ