„εχθρικός“ εχθρικός [exθriˈkos], εχθρική, εχθρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) feindlich, feindselig feindlich, feindselig εχθρικός εχθρικός exemples εχθρικός για το κράτος staatsfeindlich εχθρικός για το κράτος εχθρικός προς την εργατική τάξη arbeiterfeindlich εχθρικός προς την εργατική τάξη εχθρικός προς τις γυναίκες frauenfeindlich εχθρικός προς τις γυναίκες