„εφευρέτης“: αρσενικό εφευρέτης [efeˈvretis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Erfinder Erfinderαρσενικό | Maskulinum, männlich m εφευρέτης εφευρέτης