ευφορία
[efoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Euphorieθηλυκό | Femininum, weiblich fευφορία ψυχικήευφορία ψυχική
- Fruchtbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευφορία εδάφους, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφευφορία εδάφους, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ