ευρυγώνιος
[evriˈɣonios], ευρυγώνια, ευρυγώνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- ευρυγώνιος φακόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mWeitwinkelobjektivουδέτερο | Neutrum, sächlich n