επιτυχημένος
[epitiçiˈmenos], επιτυχημένη, επιτυχημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- erfolgreichεπιτυχημένος άτομοεπιτυχημένος άτομο
- gelungenεπιτυχημένος περιγραφή, διακόσμησηεπιτυχημένος περιγραφή, διακόσμηση
- treffendεπιτυχημένος απάντησηεπιτυχημένος απάντηση