επικύρωση
[epiˈkjirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bestätigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπικύρωση επιβεβαίωσηεπικύρωση επιβεβαίωση
- Beglaubigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπικύρωση αντιγράφουεπικύρωση αντιγράφου
- Ratifizierungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπικύρωση συνθήκηςεπικύρωση συνθήκης