επικαλύπτω
[epikaˈlipto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- beschichtenεπικαλύπτω τεχνική | Technikτεχνεπικαλύπτω τεχνική | Technikτεχν
- bespannenεπικαλύπτω με ύφασμα ή υλικόεπικαλύπτω με ύφασμα ή υλικό
- überlappend anordnenεπικαλύπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ παράθυρο εργασίαςεπικαλύπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ παράθυρο εργασίας
exemples