επιβολή
[epivoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Erhebungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιβολή η δια της βίας εδραίωσηAuferlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιβολή η δια της βίας εδραίωσηεπιβολή η δια της βίας εδραίωση
- Durchsetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιβολή εξαναγκασμόςεπιβολή εξαναγκασμός
- Durchsetzungsvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπιβολή επιρροήεπιβολή επιρροή
exemples
- επιβολή σιωπήςSchweigepflichtθηλυκό | Femininum, weiblich f