επαναστατικός
[epanastatiˈkos], επαναστατική, επαναστατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- aufständischεπαναστατικόςεπαναστατικός
- revolutionärεπαναστατικός κ. ιδέεςεπαναστατικός κ. ιδέες