επανακαλώ
[epanakaˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zurückbeordern, zurückberufenεπανακαλώεπανακαλώ
- zurückerobernεπανακαλώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατεπανακαλώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ