εξόντωση
[eˈksondosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ausrottungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξόντωσηVernichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξόντωσηεξόντωση
exemples
- εξόντωση αντιπάλων πολιτική | PolitikπολιτLiquidierungθηλυκό | Femininum, weiblich f