„εξωτικός“ εξωτικός [eksotiˈkos], εξωτική, εξωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) exotisch exotisch εξωτικός εξωτικός