„εξορύσσω“: μεταβατικό ρήμα εξορύσσω [eksoˈriso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) fördern, abbauen, gewinnen fördern, abbauen, gewinnen εξορύσσω μεταλλουργία | Bergbauμεταλλ εξορύσσω μεταλλουργία | Bergbauμεταλλ