εξαντλητικός
[eksandlitiˈkos], εξαντλητική, εξαντλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- anstregendεξαντλητικός κουραστικόςεξαντλητικός κουραστικός
- erschöpfendεξαντλητικός έρευναεξαντλητικός έρευνα