εξακριβώνω
[eksakriˈvono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- feststellenεξακριβώνω διαπιστώνω, κ. στοιχείαεξακριβώνω διαπιστώνω, κ. στοιχεία
- herausfinden, ermittelnεξακριβώνω βρίσκωεξακριβώνω βρίσκω
- nachprüfenεξακριβώνω ελέγχωεξακριβώνω ελέγχω
- ergründenεξακριβώνω λόγο, αιτίαεξακριβώνω λόγο, αιτία