εξάρτηση
[eˈksartisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Abhängigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f (από von)εξάρτησηεξάρτηση
- Suchtθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάρτηση ιατρική | Medizinιατρεξάρτηση ιατρική | Medizinιατρ