„εξάμηνο“: ουδέτερο εξάμηνο [eˈksamino]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Halbjahr, Semester Halbjahrουδέτερο | Neutrum, sächlich n εξάμηνο εξάμηνο Semesterουδέτερο | Neutrum, sächlich n εξάμηνο πανεπιστημιακό εξάμηνο πανεπιστημιακό exemples εξάμηνο εκπαιδευτικό πρόγραμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Halbjahr(e)skursαρσενικό | Maskulinum, männlich m εξάμηνο εκπαιδευτικό πρόγραμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n