„εντός“: σύνδεσμος εντός [enˈdos]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) innerhalb, binnen innerhalb (γενική | Genitivgen /γενική | Genitiv genή | oder od von) εντός τοπικό, χρονικό εντός τοπικό, χρονικό binnen (gen/gen) εντός στο χρονικό πλαίσιο εντός στο χρονικό πλαίσιο exemples εντός του μηνός innerhalb des Monats εντός του μηνός εντός ολίγου in Kürze εντός ολίγου