ενδεχόμενο
[enðeˈxomeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Möglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fενδεχόμενοEventualitätθηλυκό | Femininum, weiblich fενδεχόμενοενδεχόμενο
exemples
- για κάθε ενδεχόμενοfür alle Fälle
- ενδεχόμενο μόλυνσηςInfektionsrisikoουδέτερο | Neutrum, sächlich n