„ενδεικτικός“ ενδεικτικός [enðiktiˈkos], ενδεικτική, ενδεικτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) anzeigend anzeigend ενδεικτικός ενδεικτικός