εμπλοκή
[embloˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verwicklungθηλυκό | Femininum, weiblich fεμπλοκή σε υπόθεση, κτλεμπλοκή σε υπόθεση, κτλ
- Blockierungθηλυκό | Femininum, weiblich fεμπλοκή σε μηχάνημα, κτλεμπλοκή σε μηχάνημα, κτλ
exemples
- εμπλοκή χαρτιούPapierstauαρσενικό | Maskulinum, männlich m