εμπιστοσύνη
[embistoˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vertrauenουδέτερο | Neutrum, sächlich n (σε zu)εμπιστοσύνηεμπιστοσύνη
exemples
- έχω εμπιστοσύνηvertrauen (σεδοτική | Dativ dat auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)
- εμπιστοσύνη στο θεόGottvertrauenουδέτερο | Neutrum, sächlich n