ελευθερώνω
[elefθeˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- befreien (από von)ελευθερώνωελευθερώνω
- freilassen, loslassenελευθερώνω απελευθερώνωελευθερώνω απελευθερώνω
- entbindenελευθερώνω απαλλάσσωελευθερώνω απαλλάσσω