„ελευθερωτής“: αρσενικό ελευθερωτής [elefθeroˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Befreier Befreierαρσενικό | Maskulinum, männlich m ελευθερωτής ελευθερωτής