„εκτρέπομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εκτρέπομαι [ekˈtrepome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) sich schlecht benehmen sich schlecht benehmen εκτρέπομαι εκτρέπομαι exemples εκτρέπομαι της πορείας ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροπ abdriften εκτρέπομαι της πορείας ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροπ