εκτεθειμένος
[ekteθiˈmenos], εκτεθειμένη, εκτεθειμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ausgestelltεκτεθειμένοςεκτεθειμένος
exemples
- εκτεθειμένη επιφάνειαθηλυκό | Femininum, weiblich fAngriffsflächeθηλυκό | Femininum, weiblich f