εκπλήσσω
[ekˈpliso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t, εκπλήττω [ekˈplito]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- überraschenεκπλήσσω προκαλώ έκπληξηεκπλήσσω προκαλώ έκπληξη
- erstaunen, in Erstaunen versetzen, verwundernεκπλήσσω προκαλώ ξάφνιασμαεκπλήσσω προκαλώ ξάφνιασμα