εκκρεμής
[ekreˈmis], εκκρεμής, εκκρεμέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schwebendεκκρεμής μετέωροςεκκρεμής μετέωρος
- unbeglichenεκκρεμής λογαριασμόςεκκρεμής λογαριασμός
- unerledigtεκκρεμής ατακτοποίητοςεκκρεμής ατακτοποίητος