εκδοχή
[ekðoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Versionθηλυκό | Femininum, weiblich fεκδοχή κ. ερμηνείαAuffassungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκδοχή κ. ερμηνείαεκδοχή κ. ερμηνεία