εκβιασμός
[ekviazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Erpressungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκβιασμός με απειλέςεκβιασμός με απειλές
- Nötigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκβιασμός εξαναγκασμόςεκβιασμός εξαναγκασμός