εισάγω
[iˈsaɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <εισήγαγα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- einführen, importierenεισάγω εμπόριο | Handelεμπεισάγω εμπόριο | Handelεμπ
- einführenεισάγω νέες μεθόδουςεισάγω νέες μεθόδους
- einweisenεισάγω στο νοσοκομείοεισάγω στο νοσοκομείο
- einlesenεισάγω δεδομέναεισάγω δεδομένα