„εικόνισμα“: ουδέτερο εικόνισμα [iˈkonizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ikone Ikoneθηλυκό | Femininum, weiblich f εικόνισμα θρησκεία | Religionθρησκ εικόνισμα θρησκεία | Religionθρησκ