„εγκόσμιος“ εγκόσμιος [eŋˈgozmios], εγκόσμια, εγκόσμιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) weltlich, irdisch weltlich, irdisch εγκόσμιος εγκόσμιος exemples τα εγκόσμια das Diesseits τα εγκόσμια